- θανατηφορία
- θᾰνᾰτηφορ-ία, ἡ,A a causing of death, AP5.113 (Maec.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θανατηφορία — θανατηφορία, ἡ (Α) [θανατηφόρος] πρόκληση θανάτου … Dictionary of Greek
θανατηφορίην — θανατηφορία a causing of death fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)